στρατοπεδεύσει

στρατοπεδεύσει
στρατοπέδευσις
encamping
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
στρατοπεδεύσεϊ , στρατοπέδευσις
encamping
fem dat sg (epic)
στρατοπέδευσις
encamping
fem dat sg (attic ionic)
στρατοπεδεύω
encamp
aor subj act 3rd sg (epic)
στρατοπεδεύω
encamp
fut ind mid 2nd sg
στρατοπεδεύω
encamp
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αμαζόνες — Μυθικός λαός πολεμοχαρών γυναικών που λάτρευαν τον Άρη, θεό του πολέμου, και τον θεωρούσαν γεννήτορά τους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, κατοικούσαν στον Πόντο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κανένας άντρας δεν ήταν δεκτός στην… …   Dictionary of Greek

  • αστρατοπέδευτος — η, ο αυτός που δεν έχει στρατοπεδεύσει …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • λαγκάδα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 122 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενιδίου. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 …   Dictionary of Greek

  • στρατοπέδευση — η / στρατοπέδευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στρατοπεδεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατοπεδεύω, η εγκατάσταση στρατεύματος σε ειδικό κατάλυμα αρχ. ο τόπος όπου έχει στρατοπεδεύσει ένα στράτευμα, στρατόπεδο …   Dictionary of Greek

  • Άκρατα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 1.737 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και βρίσκεται 72 χλμ. Α της Πάτρας. Κόντα στην Α. βρισκόταν η αρχαία πόλη Αιγαί. μάχη της Α. Μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… …   Dictionary of Greek

  • Βαλμί — (Valmy). Χωριό (περ. 300 κάτ.) της ΒΑ Γαλλίας, που ανήκει στον νομό Μαρν και έγινε γνωστό με αφορμή την ομώνυμη μάχη που έγινε εκεί μεταξύ των Γάλλων και των Πρώσων το 1792. Η μάχη δόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου και είχε καταλυτική σημασία για την… …   Dictionary of Greek

  • Βρυσακίων, μάχη των- — Η μ. των Β. έγινε τον Ιούλιο του 1822 σε λόφο της Εύβοιας, που απέχει δύο ώρες από τη Χαλκίδα. Στην περιοχή αυτή είχαν στρατοπεδεύσει οι ελληνικές δυνάμεις με αρχηγούς τον Νικόλαο Αγγελή, τον Ιωάννη Κούτσο και τον Αγγελή Γοβγίνα. Σκοπός τους ήταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”